- διαρθρώνω
- διαρθρώνω, διάρθρωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαρθρώνω — (Α διαρθρῶ, όω) 1. συναρμολογώ, συναρθρώνω 2. αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση κατά συλλαβές 3. μέσ. αρχίζω να διαμορφώνω σταθερό χαρακτήρα 4. παθ. α) διαπλάσσομαι σχηματίζομαι β) είναι τα μέλη μου συνδεδεμένα με … Dictionary of Greek
διαρθρώνω — διάρθρωσα, διαρθρώθηκα, διαρθρωμένος 1. συναρμολογώ κάτι σε ενιαίο σύνολο: Πρέπει να διαρθρώσω με προσοχή την πτυχιακή μου εργασία. 2. προφέρω καθαρά τις συλλαβές μιας λέξης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωματουργώ — έω, ΜΑ [σωματουργός] προσδίδω σε κάτι σωματική, υλική υπόσταση («σωματουργεῑ τὰς ῥεούσας εἰκόνας», Πισίδ. Ι.) αρχ. 1. διαρθρώνω σε ενιαίο σύνολο 2. συνθέτω, σκευάζω («εἴδη τε πολλά σωματουργεῑ φαρμάκων», επιγρ.) … Dictionary of Greek
δομώ — δόμησα, δομήθηκα, δομημένος, χτίζω, οικοδομώ, διαρθρώνω, συνδέω: Η έκφρασή του δε είναι κατανοητή, γιατί δεν είναι καλά δομημένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)